- σιδήραιος
- -α, -ον, Ασιδηρούς, σιδερένιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σίδηρος + κατάλ. -αιος (πρβλ. νόμ-αιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιδηραίος — αία, ον, ΜΑ σιδερένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίδηρος + κατάλ. αῖος (πρβλ. νομ αῖος)] … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek